- ἀμηχανίας
- ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανίαwant of meansfem acc plἀμηχανίᾱς , ἀμηχανίαwant of meansfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… … Dictionary of Greek
ερωτηματικός — ή, ό (AM ἐρωτηματικός, ή, όν) [ερώτημα] 1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα») 2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας… … Dictionary of Greek
μάγγωμα — και μάγκωμα, το [μαγγώνω] 1. σύσφιγξη, συμπίεση, σύνθλιψη 2. σύλληψη 3. μτφ. αδυναμία έκφρασης και ενέργειας λόγω δειλίας ή αμηχανίας … Dictionary of Greek
μαγγώνω — και μαγκώνω 1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα») 2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τόν μάγγωσαν») 3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τόν πιέζω, τόν στριμώχνω 4. (για… … Dictionary of Greek
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
υψώνω — ὑψῶ, όω, ΝΜΑ [ύψος] 1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω 2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «υψώνω φωνή» διαμαρτύρομαι έντονα β) «υψώνω την φωνή» μιλώ πιο δυνατά γ) «υψώνω την σημαία τής… … Dictionary of Greek